προπωλητής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(6_2) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προπωλητής''': [[προπώλης]], Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6. | |lstext='''προπωλητής''': [[προπώλης]], Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ [[προλωλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που προπωλεί προϊόντα από [[πριν]], [[δηλαδή]] [[προτού]] [[είναι]] έτοιμα για [[παράδοση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεσίτης]], [[προπώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., PGrenf. 1.36.8(i B.C.), PAmh.2.51.28(i B.C.).
German (Pape)
[Seite 742] ὁ, = προπώλης, Inscr. Aeg. Papyr. Böckh p. 5.
Greek (Liddell-Scott)
προπωλητής: προπώλης, Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ προλωλῶ
νεοελλ.
άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση
αρχ.
μεσίτης, προπώλης.