προσήνεια: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_9) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσήνεια''': ἡ, [[πραότης]], ἀγαθοφροσύνη, [[ἠπιότης]], προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194. | |lstext='''προσήνεια''': ἡ, [[πραότης]], ἀγαθοφροσύνη, [[ἠπιότης]], προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[προσηνίη]] Α [[προσηνής]]<br />ήρεμη και πολιτισμένη [[συμπεριφορά]], [[πραότητα]], [[καταδεκτικότητα]] (α. «συμπεριφέρεται [[πάντα]] με [[προσήνεια]] στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων [[σωτηρία]] κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπιότητα]], [[ησυχία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194.
German (Pape)
[Seite 765] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.
Greek (Liddell-Scott)
προσήνεια: ἡ, πραότης, ἀγαθοφροσύνη, ἠπιότης, προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α προσηνής
ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
ηπιότητα, ησυχία.