προσκατασκάπτω: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(6_2) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκατασκάπτω''': [[κατασκάπτω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], Ἰωσήπ. Βίος 10. | |lstext='''προσκατασκάπτω''': [[κατασκάπτω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], Ἰωσήπ. Βίος 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σκάβω]] σε [[βάθος]], κατασκάβω επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[ακόμη]] περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατασκάπτω]] «[[σκάβω]] σε [[βάθος]], [[καταστρέφω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A undermine, destroy besides, J.Vit.10.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu untergraben u. von Grund aus zerstören, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατασκάπτω: κατασκάπτω, καταστρέφω προσέτι, Ἰωσήπ. Βίος 10.
Greek Monolingual
Α
1. σκάβω σε βάθος, κατασκάβω επί πλέον
2. καταστρέφω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατασκάπτω «σκάβω σε βάθος, καταστρέφω»].