πτισμός: Difference between revisions

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
(6_15)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτισμός''': ὁ, ὡς τὸ [[πτίσις]], ξεφλούδισμα, καθάρισμα κριθῆς, πτισμὸν προσαυλεῖν, προσαυλεῖν ᾠδὴν πτισσουσῶν (πρβλ. [[πτιστικός]]), Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 5.
|lstext='''πτισμός''': ὁ, ὡς τὸ [[πτίσις]], ξεφλούδισμα, καθάρισμα κριθῆς, πτισμὸν προσαυλεῖν, προσαυλεῖν ᾠδὴν πτισσουσῶν (πρβλ. [[πτιστικός]]), Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 5.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πτίσσω]]<br />[[εκλέπιση]], [[καθαρισμός]] του κριθαριού.
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτισμός Medium diacritics: πτισμός Low diacritics: πτισμός Capitals: ΠΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ptismós Transliteration B: ptismos Transliteration C: ptismos Beta Code: ptismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A winnowing, προσαυλεῖν πτισμόν to sing a winnowing-song, Nicopho 17.

German (Pape)

[Seite 810] ὁ, das Enthülsen und Stampfen des Korns. Bei Poll. 4, 55 aus Nicophon ein Lied, welches Ath. XIV, 10 ᾠδὴ πτισσουσῶν genannt ist.

Greek (Liddell-Scott)

πτισμός: ὁ, ὡς τὸ πτίσις, ξεφλούδισμα, καθάρισμα κριθῆς, πτισμὸν προσαυλεῖν, προσαυλεῖν ᾠδὴν πτισσουσῶν (πρβλ. πτιστικός), Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α πτίσσω
εκλέπιση, καθαρισμός του κριθαριού.