πτίσις
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, winnowing of grain, Gal.19.115: pl., Gp.2.34.1.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, = πτισμός, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
πτίσις: [ῐ] εως, ἡ, ἡ ἐκλέπισις, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ φλοιοῦ τῆς κριθῆς, Γεωπ. 2. 34, 1.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ πτίσσω
το ξελέπισμα, το ξεφλούδισμα του κριθαριού κ.ά. δημητριακών.