πτιστικός
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
πτιστική, πτιστικόν, fitted for winnowing, πτιστικὸν τερετίζειν Phryn.Com.14.
German (Pape)
[Seite 810] zum Enthülsen od. Stampfen u. Schroten des Getreides gehörig, μέλος, ein dabei gesungenes Lied, Phryn. com. bei Poll. 4, 55.
Greek (Liddell-Scott)
πτιστικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ πτίσσειν, αὔλημα ἐπὶ τῇ πτίσει κριθῆς, ἐγὼ δὲ νῷν τεριτιῶ τι πτιστικὸν (πρβλ. πτισμός), Φρύν. Κων. ἐν «Κωμασταῖς» 2.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πτίσσω
φρ. «πτιστικὸν ᾆσμα» — τραγούδι που έλεγαν την ώρα που ξεφλούδιζαν δημητριακά.