πυκνόρριζος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυκνόρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4, Διοσκ. 1. 1. | |lstext='''πυκνόρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4, Διοσκ. 1. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πυκινόρριζος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει άφθονες ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]]/ [[πυκινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ῥίζα)
A with matted roots, Thphr.HP3.11.4, al., Dsc.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4, Διοσκ. 1. 1.
Greek Monolingual
και πυκινόρριζος, -ον, Α
αυτός που έχει άφθονες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός/ πυκινός + -ρριζος (< ῥίζα)].