πυρεκτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρεκτικός''': -ή, -όν, ([[πυρέσσω]]) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ. | |lstext='''πῠρεκτικός''': -ή, -όν, ([[πυρέσσω]]) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρέσσω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό, [[πυρετώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυρεκτικῶς</i> ΜΑ<br />[[πυρετωδώς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (πυρέσσω)
A feverish, Gal.16.491, Theol.Ar.51. Adv. -κῶς Paul.Aeg.3.43.
German (Pape)
[Seite 821] fieberhaft, zum Fieber gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρεκτικός: -ή, -όν, (πυρέσσω) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πυρέσσω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό, πυρετώδης.
επίρρ...
πυρεκτικῶς ΜΑ
πυρετωδώς.