πυριβήτης: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_19) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρῐβήτης''': -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, [[τρίπους]] Ἄρατ. 983· πρβλ. [[ἐμπυριβήτης]]. | |lstext='''πῠρῐβήτης''': -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, [[τρίπους]] Ἄρατ. 983· πρβλ. [[ἐμπυριβήτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που στέκεται στη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βη</i>- του [[βαίνω]], <b>πρβλ.</b> <i>βῆ</i>-<i>μα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δια</i>-<i>βήτης</i>, <i>εμπυρι</i>-<i>βήτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, poet. εω, ὁ, (βαίνω)
A standing over a fire, τρίπους Arat.983.
German (Pape)
[Seite 822] ὁ, der über dem Feuer Stehende, τρίπους, Arat. 983, vgl. ἐμπυριβήτης.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, τρίπους Ἄρατ. 983· πρβλ. ἐμπυριβήτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που στέκεται στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βήτης (< θ. βη- του βαίνω, πρβλ. βῆ-μα), πρβλ. δια-βήτης, εμπυρι-βήτης].