πωγωνίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πωγωνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων πώγωνα, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 112, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 6. 2.
|lstext='''πωγωνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων πώγωνα, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 112, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 6. 2.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που έχει πώγωνα, [[γένι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σιαγον</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωγωνίτης Medium diacritics: πωγωνίτης Low diacritics: πωγωνίτης Capitals: ΠΩΓΩΝΙΤΗΣ
Transliteration A: pōgōnítēs Transliteration B: pōgōnitēs Transliteration C: pogonitis Beta Code: pwgwni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A bearded, Hdn.Epim.112, Sch.Theoc.6.2, EM698.8.

German (Pape)

[Seite 826] ὁ, fem. -ῖτις, bärtig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πωγωνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων πώγωνα, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 112, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 6. 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει πώγωνα, γένι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σιαγον-ίτης)].