ῥᾴδια: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(Bailly1_4)
(35)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[ῥᾴδιος]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[ῥᾴδιος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> ῥάϊδια, τὰ, Α<br />παντόφλες ή σανδάλια ή, κατ' άλλους, γυναικεία υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουσ. του επιθ. <i>ῥάδιος</i> με την [[έννοια]] ότι οι παντόφλες [[είναι]] άνετα, ευκολοφόρετα παπούτσια].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾴδια Medium diacritics: ῥᾴδια Low diacritics: ράδια Capitals: ΡΑΔΙΑ
Transliteration A: rhā́idia Transliteration B: rhadia Transliteration C: radia Beta Code: r(a/|dia

English (LSJ)

τά, a kind of

   A easy shoes, Pherecr.227, Pl.Com.251.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾴδια: τά, εἶδος σανδαλίων ἢ ἐμβάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 76, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 55.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

και κατά τον Ησύχ. ῥάϊδια, τὰ, Α
παντόφλες ή σανδάλια ή, κατ' άλλους, γυναικεία υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουσ. του επιθ. ῥάδιος με την έννοια ότι οι παντόφλες είναι άνετα, ευκολοφόρετα παπούτσια].