ῥεμβός: Difference between revisions
From LSJ
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
(6_15) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥεμβός''': -όν, (ρέμβω) ὁ περιπλανώμενος, ψυχὴ Μ. Ἀντωνῖν. 2. 17, Ἐκκλ. | |lstext='''ῥεμβός''': -όν, (ρέμβω) ὁ περιπλανώμενος, ψυχὴ Μ. Ἀντωνῖν. 2. 17, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[ρέμβη]], η άσκοπη [[περιπλάνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A roaming, roving, of a slave, prob. in BGU887.5, 16 (ii A.D.); of a lecturer on tour, Aristid.Or.33(51).28; ῥ. τῇ διανοίᾳ Antyll. ap. Orib.9.14.7; ψυχή M.Ant.2.17(v.l.).
German (Pape)
[Seite 837] sich herumdrehend, herumstreichend, Sp., wie M. Ant. 2, 17, ψυχή.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεμβός: -όν, (ρέμβω) ὁ περιπλανώμενος, ψυχὴ Μ. Ἀντωνῖν. 2. 17, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].