ῥιζωνυχία: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_10) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιζωνῠχία''': ἡ, ἡ [[ῥίζα]] τοῦ ὄνυχος, [[ἀναγνωστέον]] παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 145, πρβλ. Παῦλ. Αἰγιν. 6. 85· - παρὰ Ρούφῳ Ἐφεσ. σ. 30, -νύχια, τά. | |lstext='''ῥιζωνῠχία''': ἡ, ἡ [[ῥίζα]] τοῦ ὄνυχος, [[ἀναγνωστέον]] παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 145, πρβλ. Παῦλ. Αἰγιν. 6. 85· - παρὰ Ρούφῳ Ἐφεσ. σ. 30, -νύχια, τά. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή, Α<br />η [[ρίζα]] του νυχιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ακρ</i>-<i>ωνυχία</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A root of the nail, Poll.2.145 (pl.), cf. Paul.Aeg.6.85:—in Ruf.Onom.85, ῥιζ-νύχια, τά; but -ίαι Id. ap. Orib.25.1.32.
German (Pape)
[Seite 843] ἡ, die Wurzel des Nagels, Medic.; Poll. 2, 145; ῥιζονυχία ist minder gute Schreibart, ῥιζώνυξ, υχος, falsch.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζωνῠχία: ἡ, ἡ ῥίζα τοῦ ὄνυχος, ἀναγνωστέον παρὰ Πολυδ. Β΄, 145, πρβλ. Παῦλ. Αἰγιν. 6. 85· - παρὰ Ρούφῳ Ἐφεσ. σ. 30, -νύχια, τά.
Greek Monolingual
ή, Α
η ρίζα του νυχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].