ῥηξικέλευθος: Difference between revisions

36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ouvre de force un chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]], [[κέλευθος]].
|btext=ος, ον :<br />qui ouvre de force un chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]], [[κέλευθος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥηξικέλευθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που επιχειρεί με [[τόλμη]] [[κάτι]] το νέο, ο [[καινοτόμος]] («πρότεινε μια ρηξικέλευθη [[λύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»].
}}
}}