ῥοικοειδής: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(6_7)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοικοειδής''': -ές, ὁ [[καμπυλοειδής]], [[κυρτοειδής]], Γαλην. 18. 537· πρβλ. ῥαιβοειδής.
|lstext='''ῥοικοειδής''': -ές, ὁ [[καμπυλοειδής]], [[κυρτοειδής]], Γαλην. 18. 537· πρβλ. ῥαιβοειδής.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[καμπυλωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥοικός]] «[[στρεβλός]], [[κυρτός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοικοειδής Medium diacritics: ῥοικοειδής Low diacritics: ροικοειδής Capitals: ΡΟΙΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhoikoeidḗs Transliteration B: rhoikoeidēs Transliteration C: roikoeidis Beta Code: r(oikoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A crooked-looking, Gal.18(1).537; cf. ῥαιβοειδής.

German (Pape)

[Seite 848] ές, wie krumm, dem Krummen ähnlich, krumm von Ansehen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοικοειδής: -ές, ὁ καμπυλοειδής, κυρτοειδής, Γαλην. 18. 537· πρβλ. ῥαιβοειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
καμπυλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοικός «στρεβλός, κυρτός» + -ειδής].