ῥόον: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(11)
 
(36)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=r(o/on
|Beta Code=r(o/on
|Definition=τό, only in pl. <b class="b3">ῥόα</b>,= <b class="b3">τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα</b>, Hp. ap. Gal.19.135: but in sg., ὁῥοῦς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων Diocl. Fr.140, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.31</span>.</span>
|Definition=τό, only in pl. <b class="b3">ῥόα</b>,= <b class="b3">τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα</b>, Hp. ap. Gal.19.135: but in sg., ὁῥοῦς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων Diocl. Fr.140, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.31</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου [[μόρα]] τὰ ἄωρα ξηρανθέντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. <i>ῤοῦς</i> «[[καρπός]] [[κατάλληλος]] για ειδική [[χρήση]]» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς της μουριάς].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόον Medium diacritics: ῥόον Low diacritics: ρόον Capitals: ΡΟΟΝ
Transliteration A: rhóon Transliteration B: rhoon Transliteration C: roon Beta Code: r(o/on

English (LSJ)

τό, only in pl. ῥόα,= τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα, Hp. ap. Gal.19.135: but in sg., ὁῥοῦς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων Diocl. Fr.140, cf. Hp.Mul.1.31.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κατά τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων»
2. (κατά τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. ῤοῦς «καρπός κατάλληλος για ειδική χρήση» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς της μουριάς].