σαπωναρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_11)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰπωναρικός''': -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, [[στακτός]], Ἰατρ.
|lstext='''σᾰπωναρικός''': -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, [[στακτός]], Ἰατρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σαπωνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαπωναρική [[τέχνη]]» — η [[τέχνη]] παρασκευής σαπουνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάπων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρικός</i>, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -<i>αρ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πλουμ</i>-<i>αρ</i>-<i>ικός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾱπωναρικός Medium diacritics: σαπωναρικός Low diacritics: σαπωναρικός Capitals: ΣΑΠΩΝΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sapōnarikós Transliteration B: sapōnarikos Transliteration C: saponarikos Beta Code: sapwnariko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A saponaceous, soapy, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; -αρικὴ τέχνη art of making soap, Zos.Alch.p.142B.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰπωναρικός: -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, στακτός, Ἰατρ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σαπωνοειδής
2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» — η τέχνη παρασκευής σαπουνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -αρ- (πρβλ. πλουμ-αρ-ικός)].