σαυκρός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(b)
 
(36)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0865.png Seite 865]] wie [[σαῦλος]], zart, weichlich, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0865.png Seite 865]] wie [[σαῦλος]], zart, weichlich, VLL.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἁβρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σαυκρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαλυ</i>-<i>κρός</i>), όπως και ο τ. «[[σαυχμόν]]<br />[[σαχνόν]], <i>χαῦνον</i>, <i>σαθρόν</i>, <i>ἀσθενές</i>» με διαφορετικό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[αὐχμός]]) και διαφορετική [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ū</i><i>ksma</i>- «[[αδύνατος]], [[λεπτός]]») [[είναι]] εκφραστικοί τ. αβέβαιης ετυμολ., στους οποίους οι λεξικογράφοι έχουν αποδώσει [[ποικιλία]] σημασιών. Η [[σύνδεση]] του τ. [[σαυκρός]] με τη λ. [[ἄκρος]] οφείλεται ασφαλώς σε [[παρετυμολογία]]. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, τών τ. με τους τ. «<i>ψαυκρόν</i><br /><i>κοῦφον</i>, <i>ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν</i>», «[[ψαυκρός]]<br />[[καλλωπιστής]], [[ταχύς]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ψαυκρόποδα</i><br /><i>κουφόπουδα</i>») οδήγησε στο να θεωρηθούν οι τύποι παράγωγα του ρ. [[ψαύω]], από το οποίο με [[απλοποίηση]] του αρκτικού <i>ψ</i>- σε <i>σ</i>- προήλθαν οι τ. [[σαυκρός]] / [[σαυχμόν]]. Έχει προταθεί, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] τών τ. με τα [[σαῦλος]] και [[σαύρα]]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 865] wie σαῦλος, zart, weichlich, VLL.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ-κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν
σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma- «αδύνατος, λεπτός») είναι εκφραστικοί τ. αβέβαιης ετυμολ., στους οποίους οι λεξικογράφοι έχουν αποδώσει ποικιλία σημασιών. Η σύνδεση του τ. σαυκρός με τη λ. ἄκρος οφείλεται ασφαλώς σε παρετυμολογία. Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με τους τ. «ψαυκρόν
κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν», «ψαυκρός
καλλωπιστής, ταχύς» (πρβλ. ψαυκρόποδα
κουφόπουδα») οδήγησε στο να θεωρηθούν οι τύποι παράγωγα του ρ. ψαύω, από το οποίο με απλοποίηση του αρκτικού ψ- σε σ- προήλθαν οι τ. σαυκρός / σαυχμόν. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση τών τ. με τα σαῦλος και σαύρα].