σεληνοειδής: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(6_7) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σεληνοειδής''': -ές, ὁ [[ὅμοιος]] τῇ σελήνῃ, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] αὐτῆς, Κλεομήδ., Σουΐδ. | |lstext='''σεληνοειδής''': -ές, ὁ [[ὅμοιος]] τῇ σελήνῃ, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] αὐτῆς, Κλεομήδ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] της Σελήνης, [[μηνοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like the moon, crescent-shaped, Cleom.2.1, Porph.Sent.29, Suid. s.v. μηνοειδής.
German (Pape)
[Seite 870] ές, mondartig, mondförmig, Suid. v. μηνοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος τῇ σελήνῃ, ἔχων τὸ σχῆμα αὐτῆς, Κλεομήδ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα της Σελήνης, μηνοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -ειδής].