σημάτιον: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σημάτιον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σῆμα]], Εὐστ. 1675. 44.<br />2) ὡς Βυζ., δικανικὸς ὅρος, = [[ἐνέχυρον]].
|lstext='''σημάτιον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σῆμα]], Εὐστ. 1675. 44.<br />2) ὡς Βυζ., δικανικὸς ὅρος, = [[ἐνέχυρον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σῆμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>μσν.</b><br />[[ενέχυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[σημάδι]], σημαδάκι.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημᾰτιον Medium diacritics: σημάτιον Low diacritics: σημάτιον Capitals: ΣΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: sēmátion Transliteration B: sēmation Transliteration C: simation Beta Code: shma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σῆμα, Eust.1675.44.

German (Pape)

[Seite 874] τό, dim. von σῆμα, Sp. Vgl. σημάδιον.

Greek (Liddell-Scott)

σημάτιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σῆμα, Εὐστ. 1675. 44.
2) ὡς Βυζ., δικανικὸς ὅρος, = ἐνέχυρον.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σῆμα, -ατος]
μσν.
ενέχυρο
αρχ.
μικρό σημάδι, σημαδάκι.