σιδηρόβαφος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
(6_18)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρόβᾰφος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27.
|lstext='''σῐδηρόβᾰφος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του σιδήρου, [[σιδηρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πορφυρό</i>-<i>βαφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόβᾰφος Medium diacritics: σιδηρόβαφος Low diacritics: σιδηρόβαφος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΑΦΟΣ
Transliteration A: sidēróbaphos Transliteration B: sidērobaphos Transliteration C: sidirovafos Beta Code: sidhro/bafos

English (LSJ)

ον,

   A of ferruginous colour, Lyd.Mens.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόβᾰφος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου, σιδηρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρό-βαφος].