σιδηρόβαφος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(6_18) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρόβᾰφος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27. | |lstext='''σῐδηρόβᾰφος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του σιδήρου, [[σιδηρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πορφυρό</i>-<i>βαφος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of ferruginous colour, Lyd.Mens.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόβᾰφος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου, σιδηρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρό-βαφος].