σίκχος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(6_6) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίκχος''': -εος, τό, = [[βδέλυγμα]], Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35. | |lstext='''σίκχος''': -εος, τό, = [[βδέλυγμα]], Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />[[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σικχός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεῖν</i>-<i>ος</i>, <i>μάκρ</i>-<i>ος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,= βδέλυγμα, Sm.Ez.7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, Eust.972.35.
Greek (Liddell-Scott)
σίκχος: -εος, τό, = βδέλυγμα, Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - ὡσαύτως σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. στεῖν-ος, μάκρ-ος)].