σιδηροποίκιλος: Difference between revisions
From LSJ
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
(6_14) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηροποίκῐλος''': ὁ, [[ὄνομα]] λίθου τινὸς ποικίλου, παρὰ Πλιν. Ν. Η. 37. 67. | |lstext='''σῐδηροποίκῐλος''': ὁ, [[ὄνομα]] λίθου τινὸς ποικίλου, παρὰ Πλιν. Ν. Η. 37. 67. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ονομασία]] ποικιλόχρωμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]] «[[πολύχρωμος]], [[κατάστικτος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, name of
A a variegated stone, Plin. HN37.182.
German (Pape)
[Seite 879] eisenbunt, eine bunte Steinart, Plin. H. N. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροποίκῐλος: ὁ, ὄνομα λίθου τινὸς ποικίλου, παρὰ Πλιν. Ν. Η. 37. 67.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ονομασία ποικιλόχρωμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ποικίλος «πολύχρωμος, κατάστικτος»].