σιδηροκόπος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροκόπος''': ον ([[κόπτω]]) ὁ σφυρηλατῶν [[σίδηρον]], Ἰω. Χρυσ.
|lstext='''σῐδηροκόπος''': ον ([[κόπτω]]) ὁ σφυρηλατῶν [[σίδηρον]], Ἰω. Χρυσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που σφυρηλατεί τον σίδηρο, [[σιδηρουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκόπος Medium diacritics: σιδηροκόπος Low diacritics: σιδηροκόπος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sidērokópos Transliteration B: sidērokopos Transliteration C: sidirokopos Beta Code: sidhroko/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A faber ferrarius, Gloss.

German (Pape)

[Seite 879] Eisen schlagend, hämmernd, schmiedend, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκόπος: ον (κόπτω) ὁ σφυρηλατῶν σίδηρον, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που σφυρηλατεί τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κόπος].