σιδηροκόπος

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκόπος Medium diacritics: σιδηροκόπος Low diacritics: σιδηροκόπος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sidērokópos Transliteration B: sidērokopos Transliteration C: sidirokopos Beta Code: sidhroko/pos

English (LSJ)

ὁ, faber ferrarius, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 879] Eisen schlagend, hämmernd, schmiedend, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκόπος: ον (κόπτω) ὁ σφυρηλατῶν σίδηρον, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που σφυρηλατεί τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κόπος].