σιναπίζω: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(6_2) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐνᾱπίζω''': πρβλ. σεσινάπικα, ἐπιθέτω σιναπισμὸν εἴς τινα, τινὰ Ξέναρχ. ἐν «Σκυθ.» 1, ἴδε Matthaei Med. σ. 298 κἑξ. ― Παθ., ἔχω ἐπιβεβλημένον σιναπισμόν, τὰ σεσιναπισμένα μέρη [[αὐτόθι]] σ. 300. | |lstext='''σῐνᾱπίζω''': πρβλ. σεσινάπικα, ἐπιθέτω σιναπισμὸν εἴς τινα, τινὰ Ξέναρχ. ἐν «Σκυθ.» 1, ἴδε Matthaei Med. σ. 298 κἑξ. ― Παθ., ἔχω ἐπιβεβλημένον σιναπισμόν, τὰ σεσιναπισμένα μέρη [[αὐτόθι]] σ. 300. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και συναπήζω και συναπίζω Α [[σίναπι]]<br />[[τοποθετώ]] [[έμπλαστρο]] με [[σινάπι]], [[κάνω]] σιναπισμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
pf. σεσινάπικα,
A apply a mustard-blister to one, τινα Xenarch.12 (but dub. sens.), Antyll. ap. Orib.10.13.6 and 10:—Pass., have a mustard-blister applied, τὰ σεσιναπισμένα [μέρη] Id.ib.8.
German (Pape)
[Seite 882] 1) Einem ein Zugpflaster von Senf auflegen, τινά. – 2) Einem eine saure Miene machen, τινί, zw. So ist vielleicht zu nehmen Xenarch. com. bei Ath. IX, 367 b, τὸ θυγάτριόν μου σεσινάπικε διὰ τῆς ξένης.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνᾱπίζω: πρβλ. σεσινάπικα, ἐπιθέτω σιναπισμὸν εἴς τινα, τινὰ Ξέναρχ. ἐν «Σκυθ.» 1, ἴδε Matthaei Med. σ. 298 κἑξ. ― Παθ., ἔχω ἐπιβεβλημένον σιναπισμόν, τὰ σεσιναπισμένα μέρη αὐτόθι σ. 300.
Greek Monolingual
και συναπήζω και συναπίζω Α σίναπι
τοποθετώ έμπλαστρο με σινάπι, κάνω σιναπισμό.