σιτόκουρος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(6_15) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ [[μάτην]] τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1. | |lstext='''σῑτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ [[μάτην]] τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, [[χαραμοφάης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κόψιμο]], [[αποκοπή]], [[κούρεμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βιό</i>-<i>κουρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κείρω)
A consuming bread and doing nothing else, wastrel. Alex.177, Men.244, 420.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide fressend, bes. ein unnützer Mensch, ein Brotfresser, fruges consumere natus, Menand. bei Ath. VI, 247 e.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ μάτην τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, χαραμοφάης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κουρος (< κουρά «κόψιμο, αποκοπή, κούρεμα»), πρβλ. βιό-κουρος].