σκανδικώδης: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκανδῑκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.
|lstext='''σκανδῑκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκάνδιξ]], -<i>ικος</i>]<br />όμοιος με άγριο [[λάχανο]] ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του [[παραπάνω]] φυτού.
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδῑκώδης Medium diacritics: σκανδικώδης Low diacritics: σκανδικώδης Capitals: ΣΚΑΝΔΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: skandikṓdēs Transliteration B: skandikōdēs Transliteration C: skandikodis Beta Code: skandikw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like, of the nature of wild chervil, Thphr.HP7.11.1.

German (Pape)

[Seite 889] ες, kerbetartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδῑκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκάνδιξ, -ικος]
όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του παραπάνω φυτού.