σκαλίας: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_19)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰλίας''': -ου, ὁ, ἡ κορυφὴ τῆς κάκτου («φραγκοσυκιᾶς») ἢ ἀγινάρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 11.
|lstext='''σκᾰλίας''': -ου, ὁ, ἡ κορυφὴ τῆς κάκτου («φραγκοσυκιᾶς») ἢ ἀγινάρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 11.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />το εσωτερικό περιφερειακό [[τμήμα]] της αγκινάρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καπν</i>-<i>ίας</i>), πιθ. λόγω του ότι βρίσκεται στο εσωτερικό του φυτού].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλίας Medium diacritics: σκαλίας Low diacritics: σκαλίας Capitals: ΣΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: skalías Transliteration B: skalias Transliteration C: skalias Beta Code: skali/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A found d' artichaut, Thphr.HP6.4.11; cf. ἀσκάληρον.

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Kopf od. die Frucht der Artischocke, κάκτος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλίας: -ου, ὁ, ἡ κορυφὴ τῆς κάκτου («φραγκοσυκιᾶς») ἢ ἀγινάρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το εσωτερικό περιφερειακό τμήμα της αγκινάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + επίθημα -ίας (πρβλ. καπν-ίας), πιθ. λόγω του ότι βρίσκεται στο εσωτερικό του φυτού].