σκολιόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_18) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκολιόφρων''': -ον, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ σκολιὸς τὰς φρένας, τὸν νοῦν, Ἱππ. 1283. 35, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 128, κτλ.· πρβλ. [[σκολιόβουλος]]. | |lstext='''σκολιόφρων''': -ον, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ σκολιὸς τὰς φρένας, τὸν νοῦν, Ἱππ. 1283. 35, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 128, κτλ.· πρβλ. [[σκολιόβουλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «διεστραμμένος» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>φρων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ονος, (φρήν)
A of crooked mind, Hp.Ep.17; cf. σκολιόβουλος.
German (Pape)
[Seite 902] ὁ, ἡ, krummes, tückisches Sinnes; Schol. Pind. I. 3, 7; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιόφρων: -ον, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ σκολιὸς τὰς φρένας, τὸν νοῦν, Ἱππ. 1283. 35, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 128, κτλ.· πρβλ. σκολιόβουλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ποικιλό-φρων].