σμῖλος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_14) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σμῖλος''': ὁ, = [[μῖλος]], ἡ «σμιλακιά», [[σμῖλαξ]], Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[δένδρον]] (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ [[πρῖνος]]. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται». | |lstext='''σμῖλος''': ὁ, = [[μῖλος]], ἡ «σμιλακιά», [[σμῖλαξ]], Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[δένδρον]] (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ [[πρῖνος]]. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />το [[φυτό]] [[μίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σμῖλαξ]]. Για τους παρλλ. τ. [[σμῖλος]]: [[σμῖλαξ]], <b>πρβλ.</b> [[οἶσος]]: <i>οἶσαξ</i>, [[ὄροβος]]: [[ὀρόβαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,=
A μῖλος, σμῖλαξ 11, yew, Call.Fr.100f.48, Nic.Al.611, Dsc.4.79.
German (Pape)
[Seite 911] ὁ od. ἡ, poet. statt σμῖλαξ, Nic. Al. 610, ἐλατηΐς.
Greek (Liddell-Scott)
σμῖλος: ὁ, = μῖλος, ἡ «σμιλακιά», σμῖλαξ, Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «δένδρον (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ πρῖνος. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται».
Greek Monolingual
ἡ, Α
το φυτό μίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ.