σκυλεία: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(6_9) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῡλεία''': ἡ, [[σκύλευσις]], [[λαφυραγωγία]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Δ΄, 23). | |lstext='''σκῡλεία''': ἡ, [[σκύλευσις]], [[λαφυραγωγία]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Δ΄, 23). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ Α [[σκυλεύω]]<br />[[σκύλευση]], [[λαφυραγωγία]] («καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A despoiling, plundering, LXX 1 Ma.4.23.
German (Pape)
[Seite 907] ἡ, Plünderung, Beraubung, bes. des getödteten Feindes, Maccab.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡλεία: ἡ, σκύλευσις, λαφυραγωγία, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Δ΄, 23).
Greek Monolingual
ἡ Α σκυλεύω
σκύλευση, λαφυραγωγία («καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς», ΠΔ).