σπάθιον: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_22) |
(38) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπάθιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπάθη]] (σημασ. Ι), Ἀνθ. Π. 6. 283· (σημασ. 5), Ἀρχ. Μαθ. 318· (σημασ. 2), Γαλην.· (σημασ. 6), Ἱππιατρ.· (σημασ. 7), Κοσμᾶς Ἰνδ.· -ἡ ἐκφορὰ σπανίον ἐσφαλμένη. | |lstext='''σπάθιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπάθη]] (σημασ. Ι), Ἀνθ. Π. 6. 283· (σημασ. 5), Ἀρχ. Μαθ. 318· (σημασ. 2), Γαλην.· (σημασ. 6), Ἱππιατρ.· (σημασ. 7), Κοσμᾶς Ἰνδ.· -ἡ ἐκφορὰ σπανίον ἐσφαλμένη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σπαθίον]], τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σπαθί]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 916] τό, dim. von σπάθη, kleine Spatel, σπαθίοις πηνίσματα κρούειν Ep. ad. 82 (VI, 283).
Greek (Liddell-Scott)
σπάθιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπάθη (σημασ. Ι), Ἀνθ. Π. 6. 283· (σημασ. 5), Ἀρχ. Μαθ. 318· (σημασ. 2), Γαλην.· (σημασ. 6), Ἱππιατρ.· (σημασ. 7), Κοσμᾶς Ἰνδ.· -ἡ ἐκφορὰ σπανίον ἐσφαλμένη.