σπαράκτης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
(6_19)
(38)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰράκτης''': -ου, ὁ, ὁ διασπαράτων, διασχίζων εἰς τεμάχια, Ρήτορες (Walz) 3. 606. - Θηλ. σπαράκτρια, Μανασσ. Χρον. 3552. - Ἐπίθ. σπαρακτικός, ή, όν, καὶ ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
|lstext='''σπᾰράκτης''': -ου, ὁ, ὁ διασπαράτων, διασχίζων εἰς τεμάχια, Ρήτορες (Walz) 3. 606. - Θηλ. σπαράκτρια, Μανασσ. Χρον. 3552. - Ἐπίθ. σπαρακτικός, ή, όν, καὶ ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[σπαράκτρια]], Μ [[σπαράσσω]]<br />αυτός που κατασπαράζει, που κατακομματιάζει [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, der Zerreißende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ διασπαράτων, διασχίζων εἰς τεμάχια, Ρήτορες (Walz) 3. 606. - Θηλ. σπαράκτρια, Μανασσ. Χρον. 3552. - Ἐπίθ. σπαρακτικός, ή, όν, καὶ ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σπαράκτρια, Μ σπαράσσω
αυτός που κατασπαράζει, που κατακομματιάζει κάτι.