στερεόπους: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερεόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., [[ὡσαύτως]] συνώνυμ. τῷ [[χαλκόπους]]. | |lstext='''στερεόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., [[ὡσαύτως]] συνώνυμ. τῷ [[χαλκόπους]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[σταθερά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A solid-footed, Hippiatr.95; gloss on χαλκόπους, Sch.D Il. 8.41.
German (Pape)
[Seite 937] ποδος, mit hartem Fuße, Schol. Il. 8, 41.
Greek (Liddell-Scott)
στερεόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., ὡσαύτως συνώνυμ. τῷ χαλκόπους.
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που έχει σταθερά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός].