στερρόνους: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_19) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερρόνους''': ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129. | |lstext='''στερρόνους''': ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει σκληρό, [[δηλαδή]] αυστηρό νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]]<br /><span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]], [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>οξύ</i>-[[νους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ουν,
A hard-, stern-minded, Tz. ad Hes.Op.129 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
στερρόνους: ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός
+ -νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους, οξύ-νους].