στολίδωμα: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(6_21) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στολίδωμα''': τό, [[πτυχή]], «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104. | |lstext='''στολίδωμα''': τό, [[πτυχή]], «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[στολιδοῡμαι]]<br />[[πτυχή]] ενδύματος, [[πιέτα]] («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι [[πέπλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).
Greek (Liddell-Scott)
στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.
Greek Monolingual
τὸ, Α στολιδοῡμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).