στύγημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[στυγέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[στυγέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[στυγῶ]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) το [[αντικείμενο]] του μίσους, αυτό που [[κανείς]] μισεί, που αποστρέφεται, [[μίσημα]], [[βδέλυγμα]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠγημα Medium diacritics: στύγημα Low diacritics: στύγημα Capitals: ΣΤΥΓΗΜΑ
Transliteration A: stýgēma Transliteration B: stygēma Transliteration C: stygima Beta Code: stu/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A an abomination, E.Or.480; ὦ σ., in addressing a person, Babr.95.62.

German (Pape)

[Seite 958] τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; στύγημα ἐμόν Eur. Or. 480; Babr. 95, 62.

Greek (Liddell-Scott)

στύγημα: [ῠ], τό, βδέλυγμα, Εὐρ. Ὀρ. 480· ὦ στύγημα, πρὸς πρόσωπον λεγόμενον, Βάβρ. 95. 62.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: στυγέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.