σῦαξ: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_4) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῦαξ''': -ᾱκος, ὁ, «φασηλοειδὲς [[ὄσπριον]]» Χοιροβ. 305, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 276. ΙΙ. σύαξ, ακος, ὁ, κοινῶς «συάκι», καὶ «σαλάχι», Τουρκ. «καλκὰν μπαλήκ», ἴδε [[ῥόμβος]], καὶ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 «ἰχθύας σύακα καὶ λαύρακα ὡς μὲν μεγίστους ὡς δὲ πίονας» Νικήτ. Χρον. 39Β. | |lstext='''σῦαξ''': -ᾱκος, ὁ, «φασηλοειδὲς [[ὄσπριον]]» Χοιροβ. 305, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 276. ΙΙ. σύαξ, ακος, ὁ, κοινῶς «συάκι», καὶ «σαλάχι», Τουρκ. «καλκὰν μπαλήκ», ἴδε [[ῥόμβος]], καὶ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 «ἰχθύας σύακα καὶ λαύρακα ὡς μὲν μεγίστους ὡς δὲ πίονας» Νικήτ. Χρον. 39Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύακος, ὁ, ΜΑ<br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του ψαριού [[ρόμβος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] οσπρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, που απαντά [[συχνά]] σε ονόματα ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>δέλφ</i>-<i>αξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, a kind of
A pulse, Choerob. in Theod.1.288H.: cf. σαῦσαξ. II a kind of fish,= ῥόμβος B. 2, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σῦαξ: -ᾱκος, ὁ, «φασηλοειδὲς ὄσπριον» Χοιροβ. 305, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 276. ΙΙ. σύαξ, ακος, ὁ, κοινῶς «συάκι», καὶ «σαλάχι», Τουρκ. «καλκὰν μπαλήκ», ἴδε ῥόμβος, καὶ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 «ἰχθύας σύακα καὶ λαύρακα ὡς μὲν μεγίστους ὡς δὲ πίονας» Νικήτ. Χρον. 39Β.
Greek Monolingual
-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ-αξ)].