Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_18)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκόρῠφος''': -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.
|lstext='''συγκόρῠφος''': -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου η [[κορυφή]] συνδέεται με την [[κορυφή]] ενός άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορυφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]])].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκόρῠφος Medium diacritics: συγκόρυφος Low diacritics: συγκόρυφος Capitals: ΣΥΓΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: synkóryphos Transliteration B: synkoryphos Transliteration C: sygkoryfos Beta Code: sugko/rufos

English (LSJ)

ον,

   A with the vertices joined, κῶνοι Arist.Pr.912b18.

German (Pape)

[Seite 969] mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συγκόρῠφος: -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].