συγχωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(6_11)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.
|lstext='''συγχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, [[ἐνδοτικός]], συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγχωρῶ]]<br />αυτός που εύκολα συγχωρεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο παρέχεται [[συγχώρηση]], [[συγγνώμη]], [[συγχωρητήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συγχωρητικό</i><br />το συγχωροχάρτι<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, [[ενδοτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγχωρητικῶς</i> Α<br />[[κατά]] [[συγχώρηση]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητικός Medium diacritics: συγχωρητικός Low diacritics: συγχωρητικός Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synchōrētikós Transliteration B: synchōrētikos Transliteration C: sygchoritikos Beta Code: sugxwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A assigning a place to . ., νοῦς σ. πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.

German (Pape)

[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.