συμβολιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_4)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβολῐμαῖος''': -α, -ον, = [[συμβόλαιος]], Ἡσύχ. [[ἔνθα]]: ξυμβολ-. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
|lstext='''συμβολῐμαῖος''': -α, -ον, = [[συμβόλαιος]], Ἡσύχ. [[ἔνθα]]: ξυμβολ-. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[συμβόλαιος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβολον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>επιστολ</i>-<i>ιμαῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολῐμαῖος Medium diacritics: συμβολιμαῖος Low diacritics: συμβολιμαίος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: symbolimaîos Transliteration B: symbolimaios Transliteration C: symvolimaios Beta Code: sumbolimai=os

English (LSJ)

α, ον,= συμβόλαιος (q.v.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 979] Vergleiche od. Contracte angehend, dazu gehörend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολῐμαῖος: -α, -ον, = συμβόλαιος, Ἡσύχ. ἔνθα: ξυμβολ-. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαῖος)].