συγχαρητήριος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου]. | |mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινη-τήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινη-τήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].