σύγχωρος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) ὁ τῆς αὐτῆς χώρας, αἱ πόλεις αἱ σ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561. 44.
|lstext='''σύγχωρος''': -ον, ([[χώρα]]) ὁ τῆς αὐτῆς χώρας, αἱ πόλεις αἱ σ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561. 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[χώρα]] («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>χωρος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[χώρα]] («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[χώρα]] («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>χωρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχωρος Medium diacritics: σύγχωρος Low diacritics: σύγχωρος Capitals: ΣΥΓΧΩΡΟΣ
Transliteration A: sýnchōros Transliteration B: synchōros Transliteration C: sygchoros Beta Code: su/gxwros

English (LSJ)

ον,=

   A confinis, Gloss.

German (Pape)

[Seite 972] angränzend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχωρος: -ον, (χώρα) ὁ τῆς αὐτῆς χώρας, αἱ πόλεις αἱ σ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561. 44.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.)
2. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. περί-χωρος].

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.)
2. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. περί-χωρος].