σύληση: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[σύλησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συλῶ]]<br />[[διαρπαγή]] αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, [[λαφυραγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλοπή]] ιερών πραγμάτων, [[ιδίως]] εκκλησιαστικών σκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύληση]] νεκροῡ»<br /><b>(νομ.)</b> [[παραβίαση]] τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, [[αφαίρεση]] τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το [[πτώμα]], [[νεκροσυλία]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύλησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συλῶ]]<br />[[διαρπαγή]] αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, [[λαφυραγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλοπή]] ιερών πραγμάτων, [[ιδίως]] εκκλησιαστικών σκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύληση]] νεκροῡ»<br /><b>(νομ.)</b> [[παραβίαση]] τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, [[αφαίρεση]] τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το [[πτώμα]], [[νεκροσυλία]].
|mltxt=η / [[σύλησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συλῶ]]<br />[[διαρπαγή]] αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, [[λαφυραγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλοπή]] ιερών πραγμάτων, [[ιδίως]] εκκλησιαστικών σκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύληση]] νεκροῡ»<br /><b>(νομ.)</b> [[παραβίαση]] τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, [[αφαίρεση]] τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το [[πτώμα]], [[νεκροσυλία]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / σύλησις, -ήσεως, ΝΑ συλῶ
διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία
νεοελλ.
1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών
2. φρ. «σύληση νεκροῡ»
(νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το πτώμα, νεκροσυλία.

Greek Monolingual

η / σύλησις, -ήσεως, ΝΑ συλῶ
διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία
νεοελλ.
1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών
2. φρ. «σύληση νεκροῡ»
(νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το πτώμα, νεκροσυλία.