συμμεταβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=se déplacer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταβαίνω]]. | |btext=se déplacer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμβαδίζω]] («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνώ]] («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταβαίνω]] «μετατοπίζομαι»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμβαδίζω]] («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνώ]] («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταβαίνω]] «μετατοπίζομαι»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμβαδίζω]] («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνώ]] («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταβαίνω]] «μετατοπίζομαι»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
A pass over together, J.AJ15.6.6, S.E.M.10.26, Luc. Nigr.38: c. dat., τὰ ῥήματα -βαίνει τοῖς προσώποις A.D.Synt.236.4.
German (Pape)
[Seite 981] (s. βαίνω), mit od. zugleich übergehen, τινί, Luc. Nigr. 38.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταβαίνω: μεταβαίνω ὁμοῦ, Στράβ. 455, Λουκιαν. Νιγρῖν. 38.
French (Bailly abrégé)
se déplacer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεταβαίνω.
Greek Monolingual
Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].
Greek Monolingual
Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].