συμπεθεριάζω: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν. | |mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
συμπενθεριάζω ΝΜ [[συμπε(ν)θερία]]
είμαι ή γίνομαι συμπέθερος
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που του ταιριάζουν.
Greek Monolingual
συμπενθεριάζω ΝΜ [[συμπε(ν)θερία]]
είμαι ή γίνομαι συμπέθερος
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που του ταιριάζουν.