συμπίλημα: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]]. | |mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
το, ΝΜ συμπιλῶ
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.
Greek Monolingual
το, ΝΜ συμπιλῶ
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.