συμπίλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
|mltxt=το, ΝΜ [[συμπιλῶ]]<br />[[καθετί]] που έχει σχηματιστεί με [[συμπίληση]], [[μίγμα]] που έχει αποτελεστεί από [[συμπίεση]] διαφόρων πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κείμενο]] που έχει προέλθει από [[συμπίληση]], [[σύμφυρμα]], [[συνονθύλευμα]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, ΝΜ συμπιλῶ
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.

Greek Monolingual

το, ΝΜ συμπιλῶ
καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων
νεοελλ.
μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα.