συμπτωματολογία: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]].
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο
2. (φυτοπαθολ.) κλάδος της φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπτωμα, -ώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο
2. (φυτοπαθολ.) κλάδος της φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπτωμα, -ώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].