συμπαιστής: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de jeux.<br />'''Étymologie:''' [[συμπαίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de jeux.<br />'''Étymologie:''' [[συμπαίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[συμπαίστρια]], Α [[συμπαίζω]]<br />[[συμπαίκτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[συμπαίστρια]], Α [[συμπαίζω]]<br />[[συμπαίκτης]].
|mltxt=ὁ, θηλ. [[συμπαίστρια]], Α [[συμπαίζω]]<br />[[συμπαίκτης]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαιστής Medium diacritics: συμπαιστής Low diacritics: συμπαιστής Capitals: ΣΥΜΠΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sympaistḗs Transliteration B: sympaistēs Transliteration C: sympaistis Beta Code: sumpaisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A playmate, playfellow, Pl.Min.319e, Ael.NA14.28:—fem. συμ-παίστρια, ἡ, Ar.Ra.413, Hld.2.24, 7.14.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, = συμπαίκτης; καὶ συμπότης τοῦ Διός, Plat. Minos 319 e; Ael. H. A. 14, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, συμπαίκτωρ, Πλάτ. Μίνως 319Ε, Αἰλ. π. Ζ. 14. 28.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de jeux.
Étymologie: συμπαίζω.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συμπαίστρια, Α συμπαίζω
συμπαίκτης.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συμπαίστρια, Α συμπαίζω
συμπαίκτης.